Γράφει η Ψυχολόγος Ράνια Τοπτσόγλου
Πού οφείλεται και ποια είναι τα συνήθη προβλήματα ενός παιδιού με αυτή τη διαταραχή
Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητα (ADHD-Attention Deficit Hyperactivity Disorder) είναι μια από τις συχνότερες αναπτυξιακές διαταραχές της παιδικής ηλικίας. Τα πρωτογενή συμπτώματα της διαταραχής είναι η διάσπαση προσοχής, η παρορμητικότητα και η υπερκινητικότητα. Εμφανίζεται στο 5-7% του μαθητικού πληθυσμού και η συχνότητα εμφάνισής της είναι μεγαλύτερη στα αγόρια σε σχέση με τα κορίτσια με αναλογία τέσσερα προς ένα.
Τα αίτια της ΔΕΠ-Υ
Η ακριβής αιτιολογία της ΔΕΠ-Υ δεν είναι γνωστή. Οι σύγχρονες όμως έρευνες δείχνουν ότι τα συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ σχετίζονται με νευρολογικούς και κληρονομικούς παράγοντες. Ωστόσο, η έκβαση της διαταραχής θα επηρεαστεί από τον τρόπο που οι γονείς και το υπόλοιπο περιβάλλον του παιδιού θα αντιληφθούν, θα ερμηνεύσουν και θα αντιδράσουν στις δυσκολίες του.
Τα κύρια συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ
Ο τρόπος εκδήλωσης των πρωτογενών συμπτωμάτων της ΔΕΠ-Υ (διάσπαση προσοχής, υπερκινητικότητα, παρορμητικότητα) μπορεί να διαφέρει από παιδί σε παιδί. Με βάση όμως τα συμπτώματα που επικρατούν στα παιδιά διακρίνουμε τρεις τύπους ΔΕΠ-Υ:
ΔΕΠ-Υ – Απρόσεχτος τύπος
• δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί
• διασπάται εύκολα από άσχετα ερεθίσματα
• φαίνεται να μην ακούει όταν του απευθύνεται ο λόγος
• δε δίνει σημασία στις λεπτομέρειες και κάνει λάθη απροσεξίας
• δυσκολεύεται να ακολουθήσει οδηγίες και κανόνες
• αποφεύγει εργασίες που απαιτούν συστηματική πνευματική προσπάθεια
• ξεχνά τις σχολικές εργασίες
• χάνει πράγματα
• είναι ανοργάνωτος
ΔΕΠ-Υ – Υπερκινητικός- Παρορμητικός τύπος
• δυσκολεύεται να παραμείνει καθισμένος
• κουνάει χέρια, πόδια, ή στριφογυρίζει στη καρέκλα
• τρέχει και σκαρφαλώνει υπερβολικά
• απαντάει πριν ολοκληρωθεί η ερώτηση
• μιλάει συνεχώς
• δυσκολεύεται να περιμένει τη σειρά του
• διακόπτει ή ενοχλεί τους άλλους
ΔΕΠ-Υ – Συνδυασμένος τύπος
Ο συγκεκριμένος τύπος της διαταραχής συνδυάζει συμπτώματα απροσεξίας, υπερκινητικότητας και παρορμητικής συμπεριφοράς από τους δύο παραπάνω τύπους.
Για να διαγνωστεί ένα παιδί με ΔΕΠ-Υ, θα πρέπει τουλάχιστον έξι από τα συμπτώματα κάθε κατηγορίας να έχουν κάνει την εμφάνισή τους πριν από το έβδομο έτος της ηλικίας του παιδιού, να έχουν διάρκεια τουλάχιστον έξι μηνών, να μην αντιστοιχούν στο αναπτυξιακό του επίπεδο και να προκαλούν σημαντική έκπτωση στη λειτουργικότητα του παιδιού στην οικογένεια, στο σχολείο ή και σε άλλα πλαίσια.
Η τελική διάγνωση όμως θα πρέπει να γίνεται μόνο από ειδικό ψυχικής υγείας, έτσι ώστε να εκτιμηθούν όλοι οι παράγοντες που αφορούν στη συμπεριφορά του παιδιού, όπως είναι οι ιδιαιτερότητες του περιβάλλοντός του και η ύπαρξη ίσως κάποιας άλλης ιατρικής ή ψυχικής διαταραχής που να οδηγεί σε αυτά τα συμπτώματα.
Τα συνοδά προβλήματα της ΔΕΠ-Υ
Οι δυσκολίες των παιδιών με ΔΕΠ-Υ συχνά δεν περιορίζονται στα πρωτογενή συμπτώματα της διαταραχής. Είναι πιθανόν αυτά τα παιδιά να παρουσιάσουν στην πορεία της ανάπτυξής τους προβλήματα συμπεριφοράς, προβλήματα στην ανάπτυξη του λόγου και στην άρθρωση, διαταραχές των γνωστικών λειτουργιών και της συναισθηματικής τους ανάπτυξης, καθώς και μαθησιακές δυσκολίες. Ειδικότερα, το ποσοστό συνύπαρξης της ΔΕΠ-Υ με μαθησιακές δυσκολίες μπορεί να φτάσει στο 70%.
Πολλές φορές τα παιδιά αυτά , εξαιτίας των δυσκολιών τους, εμφανίζονται να έχουν αυξημένο στρες, χαμηλή αυτοεκτίμηση, να παρουσιάζουν επιθετική συμπεριφορά ή προβλήματα διαγωγής, να είναι απομονωμένα χωρίς φίλους και να έχουν χαμηλότερες επιδόσεις σε σχέση με τις ικανότητές τους. Βέβαια τέτοιου είδους δυσκολίες δεν αντιμετωπίζουν πάντα όλα τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ, φαίνεται όμως ότι αυτά είναι περισσότερο πιθανό να τις παρουσιάσουν σε σχέση με τα άλλα παιδιά.
Η διαταραχή αυτή τις περισσότερες φορές έχει επιπτώσεις σε όλη την οικογένεια, όπως έντονους διαπληκτισμούς ανάμεσα στα μέλη της, ιδίως σε θέματα οργάνωσης και οριοθέτησης. Οι δυσκολίες στην καθημερινή οικογενειακή ατμόσφαιρα γίνονται ακόμη εντονότερες όταν πολύ συχνά ο ένας γονέας ή και οι δύο έχουν επίσης ΔΕΠ-Υ.
Τέλος, σημαντικό ρόλο για την εξέλιξη ενός παιδιού με ΔΕΠ-Υ διαδραματίζουν η ποιότητα των ενδοοικογενειακών σχέσεων, η έγκαιρη διάγνωση και η έγκαιρη παρέμβαση του ειδικού.