Γράφει στο efiveia.gr η κυρία Αλεξάνδρα Λέπουρα, MSc Φυσικοθεραπεύτρια, Επιστημονική Υπεύθυνη Φυσικοθεραπείας στο “Κίνητρο και Κινηση”
Ακολουθώντας την περίοδο της ανάπτυξης κατά την εφηβική ηλικία, παρουσιάζονται αλλαγές στον τρόπο που κινητικά λειτουργούν έφηβοι αθλητές και αθλήτριες σε διάφορα αθλήματα, όπως είναι ο στίβος, το μπάσκετ, βόλεϊ κ.α. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η προσγείωση μετά από ένα άλμα, όπου σε αυτή την ηλικιακή περίοδο φαίνεται να μειώνεται ο νευρομυϊκός έλεγχος του γόνατος. Το αποτέλεσμα αυτής της μείωσης εξηγεί τον κίνδυνο τραυματισμού του προσθίου χιαστού συνδέσμου, όπου είναι υψηλότερος στα κορίτσια από ό, τι είναι στα αγόρια.
Παρά το γεγονός ότι τα κορίτσια και τα αγόρια έχουν ίσο αριθμό συνδεσμικών τραυματισμών πριν από την ενηλικίωση, τα κορίτσια έχουν ένα υψηλότερο ποσοστό αμέσως μετά την εκτόξευση της ανάπτυξής τους μέχρι και την ολοκλήρωση της ωρίμανσης. Σύμφωνα με την έρευνα των Michaudetal (2001) αναφέρεται ότι υπάρχει συσχέτιση της εμφάνισης των αθλητικών τραυματισμών στα κορίτσια κατά την περίοδο της εφηβείας.
Πιο συγκεκριμένα, τα έφηβα κορίτσια που συμμετέχουν σε αθλήματα που περιλαμβάνουν περιστροφές και άλματα έχουν τέσσερις έως έξι φορές μεγαλύτερο ποσοστό τραυματισμών του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου από ό, τι τα αγόρια που συμμετέχουν στα ίδια αθλήματα(Arendtetal, 1995, Hewettetal, 1999, Maloneetal, 1993). Αντίθετα, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια διαφορά στα ποσοστά τραυματισμού του πρόσθιου χιαστού μεταξύ προεφηβικών αθλητών και αθλητριών (Anrishetal, 1999, Buehler- Yund, 2001).
Οι νευρομυϊκές ανταποκρίσεις μεταξύ των 2 φύλων διαφέρουν σημαντικά κατά τη διάρκεια της ωρίμανσης. Τα αρσενικά επιδεικνύουν αυξήσεις στην ισχύ, τη δύναμη και το συντονισμό των κινήσεών τους, αναλογικά με την αύξηση της ηλικίας τους, ενώ, κατά μέσο όρο, τα κορίτσια δείχνουν μικρή αλλαγή από την εφηβεία μέχρι την ενηλικίωσή τους(Kelliset, 1999). Για παράδειγμα, το ύψος του κατακόρυφου άλματος αποδεικνύεται από τα αγόρια να αυξάνεται σταθερά κατά τη διάρκεια της ωρίμανσης τους, κάτι που δεν συμβαίνει με τα κορίτσια (Kelis, etal, 1999).
Σε μια έρευνα που διεξήχθη (Hewettetal, 1999) η εμφάνιση τραυματισμού του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου μέσα από 1236 αθλητές ποδοσφαίρου, βόλει και μπάσκετ έδειξε να συσχετίζεται και με την προϋπάρχουσα νευρομυϊκή εκπαίδευση των αθλητών. Συγκεκριμένα, αγόρια και κορίτσια που είχαν παρακολουθήσει και εκπαιδευτεί σε συγκεκριμένες νευρομυϊκές ασκήσεις παρουσίασαν πολύ χαμηλότερα ποσοστά τραυματισμού πρόσθιου χιαστού συνδέσμου, απ’ότι τα αγόρια και κορίτσια που δεν είχαν ακολουθήσει αυτό το πρόγραμμα. Αυτή η προοπτική έδειξε ότι η νευρομυϊκή εκπαίδευση έχει τη δυνατότητα να μειώσει τα ποσοστά του τραυματισμού του προσθίου χιαστού συνδέσμου σε έφηβους αθλήτριες. Εντατικήνευρομυϊκή εκπαίδευση μπορεί να προκαλέσει ένα φαινόμενο νευρομυϊκής ανάβλυσης- εξάπλωσης που διαφορετικά θα ήταν απών σε έφηβες (Kraemeretal, 2001).
Η αξιολόγηση του νευρομυϊκού ελέγχου, που αφορά την δυναμική κι όχι μόνο τη στατική σταθερότητα του γόνατος θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική για την μείωση των ποσοστών του τραυματισμού στην άρθρωση του γόνατος, πριν από τη συμμετοχή των εφήβων σε αθλητικές δραστηριότητες. Αν και οι μυοσκελετικές διαταραχές παρατηρούνται περίπου στο 10% του προ- συμμετοχής αξιολογητικού έλεγχου των αθλητών, θεραπευτική παρέμβαση διεξάγεται στο 1%- 3% (Lephartetal, 2000). Καμία μέθοδος για την ακριβή και πρακτική εξέταση και ταυτοποίηση των αθλητών σε αυξημένο κίνδυνο για πρόσθιου χιαστού συνδέσμου τραυματισμού είναι προς το παρόν διαθέσιμη, αλλά σίγουρα η εκπαίδευση του νευρομυϊκού ελέγχου φαίνεται να μειώνει σημαντικά τα ποσοστά εμφάνισης τραυματισμών.