Γράφει στο efiveia.gr η Ψυχολόγος Παιδιού και Εφήβου, MSc Σοφία Χαρισοπούλου, Ψυχολόγος στη Μεταβατική Δομή Φιλοξενίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων του Μη Κερδοσκοπικού Οργανισμού: METAδραση, Δράση για τη Μετανάστευση και την Ανάπτυξη
Η απώλεια ενός αγαπημένου συγγενικού ή μη προσώπου είναι ένα αναπόφευκτο κομμάτι στη ζωή κάθε ανθρώπου. Έχει πολλές εκφάνσεις και αντιμετωπίζεται διαφορετικά από το κάθε άτομο και διαφορετικά σε κάθε συνθήκη. Ωστόσο, στην ευαίσθητη ηλικία που διανύει ένας έφηβος, ο θάνατος είναι μία συνθήκη που ερμηνεύεται και κατανοείται με δυσκολία, λόγω των πληθώρα αλλαγών που συμβαίνουν στη γνωστική του ανάπτυξη, των έντονων συναισθηματικών διακυμάνσεων, των βιολογικών και ορμονικών αλλαγών καθώς και της δυσκολίας κατανόησης της βιολογικής κατάστασης του ανθρώπου.
Κάθε απώλεια μπορεί να δημιουργήσει εσωτερικό τραύμα αν αυτή δεν επιλυθεί σωστά. Την ίδια στιγμή, ο κάθε έφηβος έχει μοναδικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας και ξεχωριστά βιώματα γι’ αυτό και η προσέγγιση όσο και η στήριξή του πρέπει να είναι εξατομικευμένη. Ωστόσο, υπάρχουν κάποια κοινά στοιχεία τα οποία αφορούν την διαχείριση της απώλειας κατά την εφηβική ηλικία και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως γνώμονες από τους γονείς για την καλύτερη δυνατή στήριξη του εφήβου που θρηνεί.
Σε σύγκρισή με νεότερες ηλικίες, όπου ο θάνατος θεωρείται ως κάτι αναστρέψιμο, μη οικουμενικό και δυνατό να αποφευχθεί, όταν το παιδί μεγαλώνει και εισέρχεται στο προ-εφηβικό και στο εφηβικό στάδιο, ο θάνατος αρχίζει και κατανοείται ως κάτι βιολογικό, αναπόφευκτο και οικουμενικό. Τα παιδιά στην εφηβεία μοιάζουν με μικροί επιστήμονες και γίνονται αντικειμενικοί παρατηρητές της κατάστασης. Προσπαθούν να ερμηνεύσουν και να κατανοήσουν κάθε πτυχή του θανάτου. Οι ερωτήσεις τους είναι περιγραφικές και στοχευμένες, (π.χ. «Πόσο βαθιά πηγαίνει το φέρετρο;» «Γιατί κάποιοι άνθρωποι πεθαίνουν με τα μάτια ανοιχτά;», «Μακραίνουν τα νύχια και τα μαλλιά μετά το θάνατο;»). Με αυτό τον τρόπο προσπαθούν να αιτιολογήσουν λογικά την κατάσταση και να ελέγξουν τις ανησυχίες και τους φόβους τους γύρω από το θάνατο.
Οι εκφάνσεις της αντίδρασης του εφήβου σε μία απώλεια είναι πολλές και επηρεάζονται από τη σχέση που είχε το παιδί με τον άνθρωπο που απεβίωσε, τον τρόπο που ενημερώθηκε για την απώλεια, τη γενικότερη κατάσταση που βιώνει στην καθημερινότητά του (σχέσεις με γονείς, σχέσεις με συνομήλικους, σχολική επίδοση, ενεργή συμμετοχή σε δραστηριότητες), την ηλικία του αλλά και την γνωστικό-συναισθηματική του ανάπτυξη. Η επιθετικότητα, η αρνητικότητα, η αναβλητικότητα, η απομόνωση, οι αλλαγές στη διάθεση, στον ύπνο και στο φαγητό, είναι συχνές αντιδράσεις που οι έφηβοι υιοθετούν ώστε να διαχειριστούν την απώλεια και τα αρνητικά συναισθήματα που αυτή τους προκαλεί.
Είναι απαραίτητο ο γονιός να κατανοήσει ότι δεν υπάρχει «σωστός» και «λάθος» τρόπος για να θρηνήσει ένας έφηβος. Με άλλα λόγια, το να διαχειριστεί ο νέος μία απώλεια δεν είναι κάτι που ακολουθεί συγκεκριμένους κανόνες και συγκεκριμένη σειρά. Κάθε άτομο διαφέρει στην έκφραση του θρήνου καθώς και στη διάρκεια. Για παράδειγμα, ένας έφηβος μπορεί θρηνήσει με λύπη και απομόνωση αμέσως μετά το θλιβερό γεγονός, ενώ, άλλος μπορεί να εκφραστεί με χιούμορ ή γέλιο μήνες αφότου πέθανε ένας κοντινός του άνθρωπος. Και οι δύο αυτές εκφράσεις του θρήνου είναι απόλυτα φυσιολογικές, καθώς ο κάθε έφηβος όσο μεγαλώνει, ανάλογα με την αλληλεπίδραση των ατομικών χαρακτηριστικών του με τα ερεθίσματα από το περιβάλλον στο οποίο ζει, αποκτά ένα μοναδικό τρόπο να ερμηνεύει τον κόσμο, γι’ αυτό και οι αντιδράσεις του στην απώλεια επιλέγονται με βάση το τί είναι λειτουργικό για τον ίδιο.
Ωστόσο, ένα παιδί στην εφηβεία, έχει συγκεκριμένες ανάγκες όταν θρηνεί. Τι πρέπει να κάνουμε όμως, για να απαλύνουμε τον πόνο;
Είναι αρχικά απαραίτητο να ενημερωθεί άμεσα και με ειλικρίνεια για την απώλεια του αγαπημένου του προσώπου, χωρίς να χρησιμοποιούνται εκφράσεις όπως: «Η θεία έφυγε για κάποιους μήνες σε ένα επαγγελματικό ταξίδι και θα επιστρέψει μετά». «Τον πήρε ο Θεός κοντά του και θα τον προσέχει». Τέτοιες ερμηνείες πρέπει να αποφεύγονται διότι το παιδί αναπλάθει με αυτόν τον τρόπο μια δική του ιστορία, η οποία δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Ταυτόχρονα, επειδή γνωστικά έχει φτάσει στο σημείο να αντιλαμβάνεται το ψέμα πίσω από τέτοιου είδους ερμηνείες, προσπαθεί να ερμηνεύσει με το δικό του τρόπο την κατάσταση, με αποτέλεσμα, η διηνεκής αναζήτηση ερμηνείας και απόδοσης αιτιών να εντείνει ακόμα περισσότερο τα αρνητικά συναισθήματα που η απώλεια του προκαλεί.
Επιπροσθέτως, είναι αναγκαίο ένα παιδί στην εφηβεία να εκφράσει κάθε συναίσθημα (άγχος, θυμό, λύπη, ανησυχία, απομόνωση) που δημιουργείται κατά τη διάρκεια του θρήνου του. Ο περίγυρός του είναι αναγκαίο να τον ενθαρρύνει να εκφραστεί με τον τρόπο που έχει ανάγκη, χωρίς καμία κριτική πάνω σε αυτό. Για παράδειγμα, το να ξεκινήσει ένας έφηβος να ζωγραφίζει ή να ακούει ένα διαφορετικό είδος μουσικής, για πολλές ώρες, είναι πιθανοί, λειτουργικοί τρόποι τους οποίους το παιδί μπορεί να χρησιμοποιήσει ώστε να διαχειριστεί τα έντονα συναισθήματα που τον κατακλύζουν, έπειτα από μία απώλεια. Μην επικρίνετε τέτοιες συμπεριφορές, αντιθέτως, δώστε του τα κατάλληλα ερεθίσματα για να τις εκφράσει. Αγοράστε του ένα μπλοκ με χρώματα ή πηγαίνετε μαζί του σε ένα κατάστημα ώστε να αγοράσει τα ακουστικά που θέλει για να ακούει το είδος μουσικής που το αρέσει.
Είναι απαραίτητο να τονιστεί ότι η σιωπή και η αποφυγή της συζήτησης γύρω από το θέμα, δίνουν στο άτομο την εντύπωση ότι ο θάνατος είναι κάτι το απαγορευμένο, κάτι που είναι κακό να συζητηθεί. Οι απλές, μικρές και αληθινές εξηγήσεις είναι βοηθητικές ώστε ο έφηβος να κατανοήσει τι συμβαίνει. Οι ερωτήσεις του συχνά να είναι πολλές γύρω από αυτό το θέμα, γι’ αυτό και οι απαντήσεις πρέπει να δίνονται με ειλικρινή τρόπο, και χωρίς να θεωρούμε τον εαυτό μας γνώστη των πάντων. Μια απλή απάντηση, όπως η απάντηση του: «Δεν ξέρω», ίσως είναι πιο βοηθητική από υποθετικά σενάρια και μεταφυσικές αποδώσεις.
Ακόμη, είναι σημαντικό ο νέος να διατηρήσει την ανάμνηση του προσώπου, είτε με συζητήσεις γύρω από στιγμές που πέρασε μαζί του, είτε με τη δημιουργία ενός φωτογραφικού άλμπουμ, είτε με κάποιο αντικείμενο που το θυμίζει το αγαπημένο του πρόσωπο. Είναι υψίστης σημασίας, να αναφερόμαστε στον άνθρωπο που έφυγε και να μοιραζόμαστε τις αναμνήσεις που έχουμε αποκτήσει με το πρόσωπο αυτό, έτσι ώστε ο έφηβος να μάθει να ζει με την απώλεια και όχι να την αρνηθεί. Το ότι ένα αγαπημένο πρόσωπο έχει φύγει από τη ζωή δεν σημαίνει ότι έχει σβηστεί και από τη μνήμη και την καρδιά του παιδιού. Η αγάπη του γι’ αυτό το πρόσωπο παραμένει, ωστόσο αλλάζει μορφή.
Επιπλέον, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ένας έφηβος συνδέει έναν άνθρωπο με συγκεκριμένες στιγμές της καθημερινότητάς του καθώς και με συγκεκριμένες δραστηριότητες. Για παράδειγμα, η απώλεια του θείου που πήγαινε κάθε βδομάδα με τον έφηβο για ποδόσφαιρο, σηματοδοτεί όχι μόνο την απώλεια του προσώπου αλλά και την απώλεια μίας εβδομαδιαίας συνήθειας καθώς και τα ευχάριστα συναισθήματα που σηματοδοτούσε αυτή η συνήθεια. Γι’ αυτό το λόγο είναι απαραίτητο το παιδί να ενημερωθεί άμεσα όχι μόνο για το θάνατο του προσώπου αλλά και και για τις συνθήκες που θα μείνουν σταθερές καθώς και γι’ αυτές που θα αλλάξουν έπειτα από μία απώλεια.
Τέλος, σεβόμαστε τη σιωπή του και του δίνουμε όσο χρόνο χρειαστεί, χωρίς να το πιέσουμε να εξωτερικεύσει αυτά που αισθάνεται, αλλά, ταυτόχρονα, του δείχνουμε ότι είμαστε σταθερά διαθέσιμοι για να συζητήσει ό,τι σκέπτεται γύρω από αυτό. Εκφράσεις όπως: «Είναι φυσιολογικό αυτό που νιώθεις, αν χρειαστείς να μιλήσεις με κάποιον, είμαι εδώ για σένα», δίνουν στον έφηβο την ασφάλεια που έχει ανάγκη να αισθανθεί έπειτα από μία απώλεια καθώς και μειώνουν το άγχος γύρω από τα συναισθήματα που η απώλεια του προκαλεί.