- “Με αγχώνει πολύ η πιθανότητα να συνάψει ερωτική επαφή ο γιος μου με κορίτσι” - 15 Ιουλίου 2024
- “H κόρη μου με ανησυχεί επειδή γράφει στις φίλες της πολλά ψέματα σαν να θέλει να την λυπούνται” - 18 Ιουνίου 2024
- “Το αγόρι της κόρης μου είχε ένα τροχαίο και κατέληξε…” - 10 Απριλίου 2024
Γράφει στο efiveia.gr η Δρ. Αναπτυξιακής Ψυχολογίας – Ψυχοθεραπεύτρια Ευφροσύνη Αλεβίζου
Στο σημερινό μου άρθρο θα δούμε πώς διαφοροποιούνται οι φόβοι από τις φοβίες, ώστε να είστε σε θέση να αντιληφθείτε πότε ο έφηβος εμφανίζει φοβία ή φοβίες και να μπορέσετε να τον βοηθήσετε.
Ο φόβος είναι ένα συναίσθημα που λειτουργεί προστατευτικά για τους ανθρώπους και που έχει μάλιστα συμβάλλει εξελικτικά στην επιβίωσή μας ως είδος. Είναι φυσιολογικό και αναμενόμενο για τα μικρά, αλλά και για τα μεγαλύτερα παιδιά να προσεγγίζουν νέες καταστάσεις με έναν βαθμό φόβου και άγχους. Ποιος από εμάς δεν έχει φοβηθεί ποτέ του το σκοτάδι; Ποιος από εμάς δεν έχει ποτέ φοβηθεί την καταιγίδα που έρχεται με αστραπές και βροντές; Ποιος από εμάς δεν έχει νιώσει άγχος όταν πρόκειται να μιλήσει μπροστά σε κοινό, όταν πρόκειται να ταξιδέψει μόνος του, όταν πρόκειται να κάνει ιατρικές εξετάσεις, όταν βρίσκεται στην κορυφή ενός απόκρημνου βράχου και θαυμάζει τη θέα, όταν βλέπει να έρχεται τρέχοντας και γαυγίζοντας προς το μέρος του ένας άγνωστος σκύλος;
Κάποιοι άνθρωποι έχουν μια εγγενή τάση -η οποία και εκδηλώνεται από τα παιδικά τους χρόνια- να αντιμετωπίζουν περισσότερο φοβικά διάφορες καταστάσεις. Αυτά είναι τα παιδιά που είναι περισσότερο αγχώδη σε σύγκριση με τον μέσο όρο των παιδιών της ηλικίας τους και χρειάζονται μεγαλύτερη ενθάρρυνση από το περιβάλλον τους προκειμένου να ανοιχτούν σε κοινωνικές, συναισθηματικές και περιβαλλοντικές περιπέτειες.
Αν διακρίνετε στο παιδί σας μια τέτοια τάση, δε χρειάζεται να ανησυχήσετε. Αυτό που χρειάζεται να κάνετε, είναι να βοηθήσετε το παιδί από μικρή ηλικία και φυσικά και σε όλη τη διάρκεια των εφηβικών του χρόνων να εκφράζει τους φόβους του και να μιλά ανοιχτά γι’ αυτούς στα πρόσωπα που εμπιστεύεται. Αν ένα παιδί και ένας έφηβος μάθει να εξωτερικεύει τους φόβους του, τότε είναι βέβαιο ότι θα μάθει και να τους διαχειρίζεται. Εκφράζοντας τους φόβους του, τους τοποθετεί στη σφαίρα του φυσιολογικού και αυτό από μόνο του λειτουργεί κατευναστικά. Επίσης, μιλώντας κανείς για τις διαστάσεις της πραγματικότητας που τον φοβίζουν δίνει την ευκαιρία στον εαυτό του να αλλάξει οπτική, να μπορέσει να εκλογικεύσει και να ανακαλύψει διαστάσεις που δεν έβλεπε πριν λόγω των φόβων του. Δε χρειάζεται να «ξεφορτωθεί» ή να «ξεριζώσει» κανείς όλους τους φόβους του προκειμένου να κάνει τα πράγματα που θέλει, να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του και να αντλήσει ευχαρίστηση από τις εμπειρίες του. Παρακινούμε λοιπόν τον έφηβο να εκφράζει τους φόβους του, να τους διερευνά και να τους εκλογικεύει, και να εκτίθεται σε καταστάσεις παρά τον φόβο του.
Τι διαφοροποιεί όμως τον φόβο από τη φοβία;
Ας δούμε μαζί δύο σενάρια:
Σενάριο 1: Ο Γιώργος είναι ένας έφηβος 14 χρονών που φοβάται τα σκυλιά. Όποτε δει αδέσποτο σκυλί, απομακρύνεται ώστε να μην τον πλησιάσει πολύ. Είναι σε θέση να εκλογικεύει το φόβο του και έτσι σκέφτεται ότι δεν είναι όλα τα σκυλιά ίδια και φέρνει στο μυαλό του σκυλιά που είναι φιλικά και ακίνδυνα. Αν τύχει και τον πλησιάσει άγνωστος σκύλος, θα διατηρήσει την ψυχραιμία του, παρόλο που η κατάσταση δεν του είναι καθόλου ευχάριστη, και μετά θα συνεχίσει τη βόλτα του.
Σενάριο 2: Ο Γιώργος είναι ένας έφηβος 14 χρονών που φοβάται τα σκυλιά. Όποτε δει αδέσποτο σκυλί, νιώθει τόσο μεγάλη δυσφορία που αναπτύσσει σωματικά συμπτώματα. Έχει ταχυκαρδία, του κόβεται η αναπνοή και κάποιες φορές έχει εκδηλώσει πανικό. Πριν βγει από το σπίτι, συχνά σκέφτεται ότι μπορεί να συναντήσει αδέσποτο σκυλί και τότε εμφανίζει συμπτώματα άγχους. Έχει εμφανίσει και κρίση πανικού στην σκέψη ότι θα συναντήσει σκύλο. Επίσης, αποφεύγει να βγαίνει βόλτα λόγω του φόβου του και όταν οι φίλοι του μαζεύονται στο πάρκο, δεν πηγαίνει.
Όπως σωστά μαντέψατε το σενάριο 1 περιγράφει φόβο, ενώ το σενάριο 2 περιγράφει φοβία.
Οι φοβίες λοιπόν διαφοροποιούνται από τους φόβους ως προς την ένταση της δυσφορίας μέσω της οποίας εκφράζεται ο φόβος. Οι φοβίες είναι παράλογοι, ακραίοι φόβοι μεγάλης έντασης που επηρεάζουν αρνητικά την καθημερινότητα και την ψυχική ευημερία του ατόμου. Αν κάποιος φοβάται υπερβολικά ένα συγκεκριμένο ερέθισμα ή μια συγκεκριμένη κατάσταση, τότε λέμε ότι εμφανίζει ειδική φοβία. Συνηθισμένες ειδικές φοβίες είναι η κλειστοφοβία, η υψοφοβία, η ακροφοβία, η φοβία για τις πτήσεις, η αραχνοφοβία, η κυνοφοβία, η ιατροφοβία.
Οι ειδικές φοβίες εμφανίζονται συνήθως κατά την παιδική ηλικία. Αν δεν αντιμετωπιστούν θεραπευτικά, ακολουθούν το άτομο και στην ενήλικη ζωή του.
Γι’ αυτό και σας προτείνω να υποστηρίξετε το παιδί σας θεραπευτικά αν εμφανίζει κάποια φοβία. Επίσης, επειδή συχνά οι ίδιες φοβίες εμφανίζονται σε γονείς και παιδιά, σας προτείνω να διερευνήσετε και να αντιμετωπίσετε τις δικές σας φοβίες γιατί με αυτό τον τρόπο θα γίνετε πρότυπο για το παιδί σας.
Τα πιο αρνητικά χαρακτηριστικά της φοβίας είναι κατά τη γνώμη μου η συναισθηματική δυσφορία από την οποία συνοδεύεται και η περιοριστική της διάσταση για τη ζωή και την καθημερινότητα. Τι εννοώ με αυτό; Εννοώ ότι η φοβία περιορίζει τις δυνατότητες που δίνει το ίδιο το άτομο στον εαυτό του μέσω των αποφυγών στις οποίες καταφεύγει προκειμένου να αντιμετωπίσει τη φοβία του. Αν κάποιος δυσφορεί σε μεγάλο βαθμό από κάποιο ερέθισμα ή από κάποια κατάσταση, τότε θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να αποφύγει το ερέθισμα ή την κατάσταση και οτιδήποτε συνδέεται με αυτά. Συνήθως, η μια αποφυγή οδηγεί και σε άλλες με αποτέλεσμα το άτομο να περιορίζει το εύρος των εμπειριών του σε αυτές που του «επιτρέπει» η φοβία του. Φανταστείτε πόσο περιοριστική είναι για τον έφηβο και την καθημερινή του λειτουργικότητα μια φοβία που τον ωθεί στο να αποφεύγει καταστάσεις και εμπειρίες ζωής.
Στο επόμενο άρθρο μου θα επικεντρώσω στο τι μπορείτε να κάνετε αν διαπιστώσετε ότι ο έφηβος εμφανίζει κάποια φοβία.