Γράφει η Αλεξάνδρα
Σήμερα γίνεσαι δεκαοκτώ,
σήμερα ενηλικιώνεσαι,
σήμερα μπορείς να αποφασίζεις μόνος σου,
σήμερα μπορείς να κάνεις όλα όσα σου έλεγα ότι μπορείς να κάνεις «μετά τα δεκαοκτώ».
Θα ήθελα όμως να σου πω κάποια πράγματα για τα «υπέροχα» εφηβικά σου χρόνια.
Δεν σε αναγνώριζα, δεν ήσουν ο γιος που ήξερα.
Ναι, το ξέρω, ήμουν σε πολλά υπερβολική, σε έπνιγα, σε πίεζα και όλα αυτά με την επικάλυψη ότι τα κάνω «από αγάπη». Θα μου πεις η αγάπη δεν πνίγει…
Δεν ήταν μόνο από αγάπη, ήταν και από φόβο.
Φόβο μην σε χάσω, φόβο μην πάθεις κάτι, φόβο, φόβο, φόβο.
Πάντα ήσουν το καλό παιδί, ένας υπέροχος γιος.
Πάντα με έκανες υπερήφανη.
Όμως κάπου εκεί στα εφηβικά σου χρόνια, χάθηκες, σε έχασα.
Το ένιωθα ότι δεν ήθελες να με βλέπεις, σε εκνεύριζα, ό,τι κι αν σου έλεγα, φώναζες.
Είχες νεύρα για τα πάντα, αλλά και εγώ δεν λέω ότι ήμουν αθώα.
Κάπου χαθήκαμε, δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε, δεν ήθελες να σε αγκαλιάζω, σε ενοχλούσε να σε φιλάω. Αλλά μου έλειπες πολύ.
Να ήξερες πόσες φορές ήρθα το βράδυ στον ύπνο σου να σου «κλέψω» ένα φιλί…
Θυμάσαι τότε που σε εκφόβιζαν; Σε έμενα έτρεξες κι ας το έπαιζες μεγάλος.
Μπορεί να νόμιζες ότι σε άφηνα να τα αντιμετωπίσεις μόνος σου, αλλά ήμουν πάντα εκεί και πλέον θα καταλάβεις ότι έπρεπε να τα αντιμετωπίσεις ΜΟΝΟΣ σου.
Κάποτε διάβασα πως αν το παιδί σου δεν σε έχει μισήσει, τότε δεν έχεις κάνει καλή δουλειά. Αν πράγματι ισχύει αυτό, τότε ναι, έχω κάνει καλή δουλειά γιατί πολλές φορές είδα στα μάτια σου το μίσος.
Θεωρώ πως σου έδωσα φτερά να μπορέσεις να πετάξεις μόνος σου, αλλά να θυμάσαι που και που τις ρίζες σου.
Θα είμαι εδώ πάντα για σένα και ας μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις πια χωρίς την έγκρισή μου.