- “Η κόρη μου που δίνει φέτος πανελλήνιες, είναι εντελώς αδιάφορη” - 11 Δεκεμβρίου 2024
- Η μαγική λέξη «υπομονή» - 19 Νοεμβρίου 2024
- “Ο γιος μου ασχολείται υπερβολικά με τη θρησκεία” - 16 Οκτωβρίου 2024
Γράφει στο efiveia.gr η Δρ. Αναπτυξιακής Ψυχολογίας – Ψυχοθεραπεύτρια Ευφροσύνη Αλεβίζου
Συχνά στο πλαίσιο της δουλειάς μου με οικογένειες δέχομαι τον εξής προβληματισμό:
Όταν οι γονείς δεν τα πάνε καλά μεταξύ τους είναι σωστό να παραμένουν στον γάμο λόγω των παιδιών;
Είναι αυτονόητο ότι η θετική σχέση μεταξύ των γονέων δημιουργεί θετικό οικογενειακό κλίμα και προάγει την ψυχική ευημερία όλων των μελών της οικογένειας. Είναι επίσης αυτονόητο ότι η ήρεμη οικογενειακή ατμόσφαιρα συμβάλλει στην υγιή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών.
Συνήθως τα ζευγάρια αποφασίζουν να συμβιώσουν και να δημιουργήσουν οικογένεια με έναν θετικό οραματισμό για το μέλλον. Στην πορεία όμως μπορεί να διαπιστώσει το ζευγάρι ότι οι δρόμοι του χωρίζουν, με την έννοια ότι αυτά που τους συνέδεαν ως άτομα δεν τους συνδέουν πια, τόσο σε συναισθηματικό, όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο. Έτσι, σταδιακά μπορεί να απομακρύνεται ο ένας από τον άλλο μέχρι που να αισθάνονται ότι δεν τους συνδέει κάτι ουσιαστικό στο παρόν.
Τι γίνεται σε μια τέτοια περίπτωση όταν υπάρχουν παιδιά; Επειδή η απομάκρυνση δεν συμβαίνει μέσα σε μια μέρα, είναι κρίσιμος παράγοντας η ενημερότητα. Το να γνωρίζουμε δηλαδή τι συμβαίνει σε επίπεδο εσωτερικών διεργασιών, ώστε να μην αφήσουμε τις καταστάσεις να μας προλάβουν. Με άλλα λόγια, όσο πιο νωρίς αντιληφθεί ένα ζευγάρι ότι απομακρύνονται ο ένας από τον άλλον, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχουν -με την σωστή παρέμβαση και με τη βοήθεια του ειδικού- να κατορθώσουν να αποκαταστήσουν την σχέση τους.
Αν το ζευγάρι δεν κινητοποιηθεί έγκαιρα, μπορεί να φτάσει σε σημείο απομάκρυνσης και πόλωσης. Η συναισθηματική απομάκρυνση και η πόλωση στην επικοινωνία δημιουργούν αρνητικό συναισθηματικό κλίμα μέσα στην οικογένεια το οποίο υφίστανται καθημερινά οι ενήλικες και τα παιδιά. Το αρνητικό συναισθηματικό κλίμα οδηγεί σε διάβρωση των οικογενειακών σχέσεων.
Είναι επίσης σημαντικό οι γονείς να είναι ενήμεροι για το είδος των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν στην μεταξύ τους σχέση και για την κλιμάκωση αυτών των προβλημάτων σε βάθος χρόνου. Πρόκειται για δυσκολίες που εκφράζουν συναισθηματική απομάκρυνση και αγεφύρωτα κενά στις στάσεις απέναντι στη ζωή; Υπάρχει συμφωνία σε βασικά ζητήματα αξιών; Ή μήπως βλέπουν τον κόσμο με πολύ δαφορετικό τρόπο; Οι διαφορές δεν είναι απαραίτητα αρνητικό στοιχείο αρκεί οι άνθρωποι να μάθουν να τις διαχειρίζονται ώστε να φτάνουν σε έναν βαθμό αμοιβαίας κατανόησης. Όταν όμως πρόκειται για τον γονεϊκό τους ρόλο, είναι απαραίτητο να φτάνουν οι σύντροφοι σε συμφωνία ως προς τα ζητήματα που αφορούν την προσέγγιση των παιδιών. Είναι δηλαδή σημαντικό να υπάρχει συμφωνία και σύμπνοια ως προς το τι θεωρούν οι γονείς σωστό για το παιδί όσο αφορά τις αξίες για τη ζωή, την οριοθέτηση και τους κανόνες.
Ας μην ξεχνάμε ότι τα συναισθήματα στην οικογένεια είναι μεταδοτικά. Αν η σχέση μεταξύ των γονέων είναι σχέση εχθρότητας, τότε αυτή η εχθρότητα αντικατοπτρίζεται στα πρότυπα της μεταξύ τους επικοινωνίας και στα πρότυπα επικοινωνίας μεταξύ όλων των μελών της οικογένειας. Έτσι τα παιδιά είναι αναγκασμένα να μεγαλώνουν σε ένα κλίμα αρνητικό για την ψυχική τους υγεία. Οι σχέσεις μεταξύ των γονέων αποτελούν πρότυπα μέσα από τα οποία τα παιδιά μαθαίνουν για το πώς οι άνθρωποι σχετίζονται και επικοινωνούν. Αν λοιπόν η σχέση μεταξύ των γονέων είναι αρνητική ή και κακοποιητική σε επίπεδο λεκτικό, συμπεριφορικό ή και συναισθηματικό, τα παιδιά μαθαίνουν ότι έτσι είναι οι σχέσεις και είναι πιθανό στην ενήλικη ζωή τους να αναπαράγουν αυτού του είδους τα πρότυπα.
Το σίγουρο είναι ότι δεν μπορούμε να αποκρύπτουμε συναισθηματικές δυσκολίες γιατί οι έφηβοι, όπως άλλωστε και τα μικρότερα παιδιά τις αντιλαμβάνονται με διαισθητικό τρόπο. Και με το να αρνούμαστε στα παιδιά αυτό που ήδη αισθάνονται και προσλαμβάνουν με μη λεκτικούς τρόπους από την μεταξύ των γονιών τους επικοινωνία, μας κάνει αναξιόπιστους και κλονίζει τα θεμέλια αμοιβαίας εμπιστοσύνης στην μεταξύ μας σχέση.
Κατά τη γνώμη μου, το ζευγάρι οφείλει να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια να διατηρήσει ένα υγιές πρότυπο επικοινωνίας και μια υγιή σχέση αγάπης, κατανόησης και αμοιβαίου σεβασμού. Αν αφού καταβάλλουν προσπάθεια οι σύντροφοι δεν μπορέσουν να βρουν και να εφαρμόσουν πρότυπα επικοινωνίας που να εκφράζουν αμοιβαίο σεβασμό, τότε πιστεύω ότι είναι καταστροφικό για την ανάπτυξη των παιδιών το να παραμένουν μαζί. Το «για χάρη των παιδιών» που ακούμε συχνά εμείς οι ψυχολόγοι, στην πραγματικότητα δεν ισχύει. Δεν υπάρχει τρόπος να κρύψουν οι γονείς από τα παιδιά την αρνητική σχέση μεταξύ τους. Τα παιδιά διαισθάνονται την πραγματικότητα η οποία φυσικά και αποκαλύπτεται, όσο και αν θέλουν οι γονείς να την κρύψουν, μέσα από τις πολύπλευρες λεκτικές και εξωλεκτικές εκδηλώσεις της καθημερινής επικοινωνίας. Επίσης, δεν πιστεύω ότι οι γονείς είναι δυνατό να ανταποκριθούν στο ρόλο τους αν αδυνατούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Έτσι, αυτό το «για χάρη των παιδιών» που συχνά επιχειρούν οι γονείς καλοπροαίρετα έχει αρνητικές επιπτώσεις για τα παιδιά, τόσο σε επίπεδο καθημερινότητας, όσο και μακροπρόθεσμα. Η απουσία των στοιχείων συντροφικότητας από τη σχέση βιώνεται τόσο από τους γονείς, όσο και από τα παιδιά και καθορίζει τη λειτουργία της οικογένειας.
Φυσικά, αν ένα ζευγάρι αποφασίσει ότι η σχέση δεν μπορεί να αποκατασταθεί είναι αυτονόητο ότι για τον χωρισμό υπάρχουν προϋποθέσεις μέσω των οποίων μετριάζονται οι αρνητικές επιπτώσεις για τα παιδιά. Το να αποδεσμευτούν από την υποχρεωτική συμβίωση λόγω των παδιών, συχνά βοηθά τα ζευγάρια να αποκτήσουν την απαραίτητη απόσταση ώστε να διατηρήσουν μία ειρηνική σχέση. Αυτού του είδους η αρμονία είναι που χρειάζεται ώστε να μπορέσουν οι γονείς να ανταποκριθούν στον γονεϊκό τους ρόλο με επάρκεια. Αν το ζευγάρι τελικά δεν μπορέσει να συμβιώσει, η σημαντικότερη προϋπόθεση για την συναισθηματική ισορροπία των παιδιών είναι ο διαχωρισμός μεταξύ του συντροφικού ρόλου στον οποίο δεν ανταποκρίθηκαν και του γονεϊκού ρόλου ο οποίος τους αφορά και τους δύο για όλη τους τη ζωή και στον οποίο φυσικά οφείλουν να ανταποκριθούν. Αυτού του είδους ο διαχωρισμός πρέπει να είναι ξεκάθαρος και στα παιδιά ώστε να αισθάνονται ασφαλή και προστατευμένα και να έχουν την σιγουριά ότι οι γονείς θα είναι πάντοτε παρόντες ως γονείς και ότι κανένας παράγοντας στη μεταξύ τους σχέση δεν θα τους απομακρύνει από τα παιδιά και την φροντίδα τους.