Γράφει στο efiveia.gr η Ψυχολόγος – Κοινωνικός Επιστήμονας Αγγελική Χατζημανώλη
Το ζήτημα των αυτοτραυματισμών στην εφηβική ηλικία απασχολεί ολοένα και περισσότερους γονείς που, όταν αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει με τα παιδιά τους, η πρώτη αντίδραση είναι το σοκ, θυμός και ενοχές. Σκέψεις όπως τι έκανα λάθος ή τι δεν μπόρεσα να δω έρχονται στο μυαλό τους. Χρειάζεται να φωτιστεί αυτό το πολύπλοκο και πολύπλευρο φαινόμενο, κατανοώντας για αρχή, πότε θεωρείται μία πράξη αυτοτραυματισμός.
Ο αυτοτραυματισμός λοιπόν, αναφέρεται στην σκόπιμη πρόκληση βλάβης στον έφηβο. Η συμπεριφορά αυτή, παρόλο που μπορεί να αποτελέσει παράγοντα κινδύνου για αυτοκτονία, φαίνεται ότι συμβαίνει χωρίς να υπάρχει πρόθεση θανάτου. Χρησιμοποιείται σαν όρος προκειμένου να περιγράψει ένα ευρύ φάσμα συμπεριφορών που περιλαμβάνει τράβηγμα μαλλιών, κάψιμο του δέρματος με διάφορα μέσα όπως αναπτήρας, κόψιμο του δέρματος με την χρήση ξυραφιού κ.ά, κατάποση βλαβερών ουσιών, χτύπημα του σώματος και του κεφαλιού με αποτέλεσμα τον πόνο και το οίδημα, γδάρσιμο του δέρματος και άλλες παρόμοιες συμπεριφορές.
Πολλοί έφηβοι αναφέρουν ότι αυτοτραυματίζονται προκειμένου να διαχειριστούν οδυνηρά συναισθήματα, δυσάρεστες αναμνήσεις του παρελθόντος, εμπειρίες ή και καταστάσεις που βιώνουν στο παρόν και προσπαθούν με αυτόν τον τρόπο να απαλλαγούν. Αποτελεί συχνό φαινόμενο από τις αφηγήσεις των εφήβων ότι με αυτό τον τρόπο ανακουφίζονται από τον ψυχολογικό πόνο και η προσοχή τους έτσι στρέφεται στο σωματικό πόνο, τον οποίο μπορούν να διαχειριστούν καλύτερα. Πολλοί γονείς δυσκολεύονται αρκετά να κατανοήσουν γιατί συμβαίνει αυτό και για ποιο λόγο το παιδί τους προκαλεί πόνο στον ίδιο του τον εαυτό του.
Μύθοι & Πραγματικότητα για τον Αυτοτραυματισμό
- Όσοι αυτοτραυματίζονται προσπαθούν να πεθάνουν. Ο αυτοτραυματισμός και η αυτοκτονία διαφέρουν σημαντικά, καθώς υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ εκείνων που επιχειρούν να αυτοκτονήσουν και εκείνων που αυτοτραυματίζονται προκειμένου να διαχειριστούν το άγχος τους, την οδύνη και οποιαδήποτε δυσκολία τους φαίνεται εξαιρετικά δύσκολη να διαχειριστούν. Σε μεγάλη μελέτη που πραγματοποιήθηκε από τους Whitlock et al.(2011), το 60 με 70% των εφήβων, δήλωσαν ότι ο κύριος λόγος αυτοτραυματισμού τους ήταν η ανάγκη τους να διαχειριστούν τον συναισθηματικό πόνο.
- Μόνο οι γυναίκες αυτοτραυματίζονται. Έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί, αναδεικνύουν ότι τόσο οι γυναίκες όσο και οι άνδρες προχωρούν σε ενέργειες αυτοτραυματισμού.
- Μόνο οι έφηβοι αυτοτραυματίζονται. Ο αυτοτραυματισμός αφορά άτομα όλων των ηλικιακών ομάδων. Είναι ωστόσο πιο συχνό το φαινόμενο ένας έφηβος να επιλέγει να ανακουφιστεί με αυτόν τον τρόπο.
- Όσοι αυτοτραυματίζονται, έχουν κακοποιηθεί στο παρελθόν ή κακοποιούνται στο παρόν. Πράγματι κάποιοι άνθρωποι πράγματι έχουν υποστεί κακοποίηση, αλλά σίγουρα αυτή η δήλωση δεν αφορά όλους όσους αυτοτραυματίζονται. Οι αιτίες του αυτοτραυματισμού ποικίλλουν.
- Όλοι όσοι αυτοτραυματίζονται πάσχουν από κάποια διαταραχή. Πολλοί αυτοτραυματισμοί δεν αφορούν ανθρώπους που έχουν διαγνωστεί με κάποια διαταραχή από ψυχίατρο, καθώς δεν πληρούν τα κριτήρια κάποιας διαταραχής, αλλά αντιμετωπίζεται ως μία συμπεριφορά έκφρασης του ψυχικού πόνου, όπως πολλές άλλες.
- Όσοι αυτοτραυματίζονται ανήκουν σε συγκεκριμένες ευάλωτες κοινωνικές, πολιτισμικές, οικονομικές, ομάδες. Ο αυτοτραυματισμός δεν αφορά κάποια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα. Τα άτομα που αυτοτραυματίζονται μπορεί να προέρχονται από οποιαδήποτε εθνικότητα, επάγγελμα, σεξουαλικό προσανατολισμό, οικονομικό και μορφωτικό υπόβαθρο.
- Τα άτομα που αυτοτραυματίζονται αρέσκονται στο αίσθημα του πόνου. Ο αυτοτραυματισμός προκαλεί πόνο, δυσαρέσκεια και παράλληλα ανακούφιση από δυσάρεστα συναισθήματα. Κάποιες φορές ο στόχος μπορεί να είναι ακριβώς αυτός, το να νιώσουν πόνο – για να συνδεθούν με τον εαυτό τους, να νιώσουν κάτι, ή να αυτοτιμωρηθούν. Δεν υπάρχουν ευρήματα που να δείχνουν ότι τα άτομα που αυτοτραυματίζονται αντιλαμβάνονται τον πόνο διαφορετικά.
- Οι έφηβοι που αυτοτραυματίζονται θέλουν να τραβήξουν την προσοχή. Οι έφηβοι, πράγματι, πολλές φορές επιλέγουν τρόπους που δεν γίνονται πάντα αντιληπτοί από τους γονείς προκειμένου να φροντιστούν και να έρθουν σε επαφή μαζί τους. Πολλοί έφηβοι που αυτοτραυματίζονται, προσπαθούν να κρύψουν τα σημάδια τους είτε με φαρδιά ρούχα είτε με εγκλεισμό στο σπίτι, μέχρι το σημάδι να μην είναι εμφανές. Πολλές φορές νιώθουν το αίσθημα της ντροπής. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι δεδομένο ότι επιζητούν την προσοχή αλλά φαίνεται πως αυτή η πράξη αποτελεί ένα σύμπτωμα ψυχικής δυσφορίας και χρειάζεται μεγάλη προσοχή στον τρόπο χειρισμού της κατάστασης από τους γονείς. Είναι σημαντικό να αναγνωριστεί η ανάγκη του εφήβου και να φροντιστεί από την οικογένεια του.
“Όταν κόβομαι, νιώθω ότι τουλάχιστον μπορώ να ελέγξω κάτι, το πώς πονάω” .
(Whitlock et al., 2006)
- Κάποιος που αυτοτραυματίζεται, μπορεί να σταματήσει αυτήν την πράξη όποτε το επιθυμεί. Αυτός ο ισχυρισμός δεν αποτελεί γενίκευση, καθώς πολλές φορές ο αυτοτραυματισμός αποτελεί ένα είδος εξάρτησης. Είναι αρκετά δύσκολο κάποιος να το σταματήσει ή να το ελέγξει και φυσικά δεν υπάρχει κάποια μαγική συνταγή γι’ αυτό. Υπάρχουν έρευνες που υποστηρίζουν ότι ο αυτοτραυματισμός απελευθερώνει ενδορφίνες (φυσικά αναλγητικά) στον εγκέφαλο και αυξάνει την πιθανότητα εξάρτησης από τη συμπεριφορά.
- Δεν μπορώ να βοηθήσω κάποιον που αυτοτραυματίζεται. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να βοηθηθεί κάποιος που αυτοτραυματίζεται, πρωτίστως από την οικογένειά του με έναν “προσαρμοστικό” τρόπο αντίδρασης των γονέων στην κατάσταση. Αρχικά, χρειάζεται να ακουστεί ο άνθρωπος υποστηρικτικά και με κατανόηση και σε ένα δεύτερο επίπεδο να του προταθεί η επιλογή να απευθυνθεί σε ειδικό ψυχικής υγείας ή ομάδα υποστήριξης, προκειμένου να βρει άλλους μηχανισμούς αντιμετώπισης των δυσφορικών συναισθημάτων.
Υπάρχει ένας φαύλος κύκλος που οδηγεί τον έφηβο συχνά από τη μοναξιά που βιώνει ή οποιοδήποτε συναίσθημα που τον δυσκολεύει στον ψυχικό πόνο ο οποίος τον οδηγεί στην επιτακτική ανάγκη για άμεση ανακούφιση, άρα τον αυτοτραυματισμό και έπειτα στην ντροπή για την πράξη του. Οι έφηβοι πολλές φορές έχουν απλώς την ανάγκη να νιώσουν ότι μπορούν να μιλήσουν χωρίς να τιμωρηθούν ή να ντροπιαστούν σε ένα ασφαλές περιβάλλον με σταθερότητα και ουσιαστική παρουσία.
“Δεν ήθελα να πεθάνω, ήθελα απλώς να δουν ότι πονούσα”.
(Klonsky, 2007; Whitlock, 2011)


