Γράφει στο efiveia.gr η Ψυχολόγος Μ. Λαδάκη, Συνεργάτης του Κέντρου Συναισθηματικών & Αναπτυξιακών Διαταραχών Κων. Μπόλιας
Προς το τέλος της παιδικής ηλικίας και στο κατώφλι της ενηλικίωσης, ο έφηβος καλείται, μέσα από τις πολλαπλές αλλαγές που βιώνει σε σωματικό, γνωστικό και συναισθηματικό επίπεδο, να διαμορφώσει μια πιο σταθερή εικόνα για τον εαυτό του. Ο βαθμός στον οποίο αποδέχεται και επιδοκιμάζει αυτή την εικόνα του εαυτού του, δηλαδή κατά πόσο αισθάνεται ότι αξίζει, ότι είναι σημαντικός, ικανός και επιτυχημένος, όλα αυτά συνιστούν την αυτοεκτίμηση.
Παρόλο που το κύριο χαρακτηριστικό της εφηβικής ηλικίας είναι η ανάγκη για αυτονομία και ο έφηβος σ’ αυτή τη φάση στρέφεται περισσότερο από ποτέ στις σχέσεις με τους συνομηλίκους και το κοινωνικό περιβάλλον, η ύπαρξη μιας ασφαλούς σχέσης με το γονέα, αποτελεί τη βάση και είναι καίριας σημασίας προκειμένου να διερευνήσει και να διαμορφώσει την ταυτότητά του και να αποκτήσει το αίσθημα της αυτοεκτίμησης.
Η εγκαθίδρυση μιας ουσιαστικής σχέσης εμπιστοσύνης γονιών – εφήβων, η οποία ήδη χρειάζεται να έχει καλλιεργηθεί από τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού, δίνει τη δυνατότητα στον έφηβο να αναπτύξει τα ταλέντα, τις δεξιότητές του, και να δοκιμάσει τα όριά του μέσα σε ένα πλαίσιο ασφάλειας και αποδοχής.
Είναι σημαντικό οι ίδιοι οι γονείς να έχουν καλή επαφή με τα δικά τους συναισθήματά, τις ανάγκες, τις δυνατότητες και αδυναμίες τους. Πολλές φορές εναποθέτοντας στον έφηβο δικές τους επιθυμίες, εκείνος καλείται να εκπληρώσει στόχους που δεν ανταποκρίνονται στην προσωπικότητά του, τις κλίσεις του και τα δικά του όνειρα. Ως εκ τούτου, ματαιώνεται, αντιδρά, και καταλήγει να μην αισθάνεται ποτέ επαρκής.
Οι γονείς είναι αναγκαίο να δίνουν χρόνο στον έφηβο προκειμένου να «ακούσουν» τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τους προβληματισμούς του. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να αισθάνεται ότι οι γονείς τον καταλαβαίνουν, σε μια περίοδο που ο ίδιος είναι ιδιαίτερα μπερδεμένος. Ένας γονιός ο οποίος είναι διαθέσιμος, φροντιστικός και δείχνει ευαισθησία στα ζητήματα του εφήβου, θα βοηθήσει τον ίδιο να αισθανθεί ότι είναι ένα άτομο που αξίζει να το υποστηρίζουν και να το φροντίζουν.
Η υπερβολική καταπίεση, με τη μορφή της επιβεβλημένης συμμόρφωσης σε κανόνες, η συνεχής τιμωρητική στάση, οι επικρίσεις και οι αρνητικοί χαρακτηρισμοί, προκαλούν στον έφηβο αισθήματα θυμού, απογοήτευσης για τον εαυτό, ενώ συχνά οδηγούν σε συγκρούσεις και τελικά απομάκρυνση από το γονέα.
Απ’ την άλλη πλευρά, η παντελής έλλειψη ορίων και η μόνιμα και σε όλα επιτρεπτική στάση του γονέα, δεν διευκολύνει τον έφηβο να αισθανθεί ασφαλής. Σ’ αυτή την περίπτωση, παρέχεται μια ψευδής αίσθηση παντοδυναμίας, ο έφηβος δηλαδή αισθάνεται ότι μπορεί να καταφέρει τα πάντα και να αποφασίσει για τα πάντα μόνος του, ευθύνη την οποία όμως δε μπορεί να διαχειριστεί και τελικά είναι πιθανό να απογοητευτεί, να μπερδευτεί να νιώσει απροστάτευτος και εκτεθειμένος.
Η ύπαρξη σταθερών ορίων σε θέματα υποχρεώσεων, αναγκών και διεκδικήσεων του εφήβου (π.χ. μελέτη, έξοδοι, χαρτζιλίκι), θα ενισχύσει την αίσθησή του ότι τον φροντίζουν και τον προστατεύουν – κάτι που εξακολουθεί να έχει ανάγκη, την ικανότητά του να ελέγχει τις παρορμήσεις του και επίσης να αντιλαμβάνεται τις συνέπειες της συμπεριφοράς του στον εαυτό του και το περιβάλλον του και να αναπτύσσει το αίσθημα της ευθύνης του εαυτό του (υπευθυνότητα).
Οι οποιεσδήποτε καθημερινές συγκρούσεις χρειάζεται να αντιμετωπίζονται με ψυχραιμία και διαλλακτικότητα. Άλλωστε, μπορούμε να έχουμε κατά νου, ότι η αντιπαράθεση του εφήβου με το γονέα δεν είναι παρά μια αντιπαράθεση με το γονεϊκό ρόλο και την εξουσία που αυτός αντικατοπτρίζει.
Είναι σημαντικό να σεβόμαστε την ανάγκη του για ανεξαρτησία, αφήνοντας περιθώρια αυτονομίας, δυνατότητες επιλογής και λήψης απόφασης σε θέματα που τον αφορούν. Ενδεχομένως, να αφήνεται απ’ τους γονείς κάποιος τομέας στον οποίο να αισθάνεται ο έφηβος ότι δεν υπάρχουν περιορισμοί, αλλά μπορεί να τον διαχειριστεί ο ίδιος με τον τρόπο που επιθυμεί. Χρειάζεται ένας διακριτικός έλεγχος των επιλογών του, αλλά ταυτόχρονα και άμεση παρέμβαση του γονέα σε περίπτωση που κρίνεται απαραίτητο ότι ο έφηβος χρειάζεται βοήθεια.
Συστήνεται να του δίνονται ερεθίσματα και διέξοδοι ώστε να εκφράζεται με δημιουργικούς τρόπους και να διοχετεύει τις εσωτερικές του συγκρούσεις και τα άγχη του. Η ενθάρρυνση για συμμετοχή σε δραστηριότητες, χόμπι, ομάδες συνομηλίκων μπορούν να βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Να μην του δίνονται έτοιμες λύσεις για τα θέματα που τον απασχολούν, αλλά να ενθαρρύνεται να αξιοποιήσει τη σκέψη του και να δοκιμάσει τρόπους διαχείρισης που θα τον βοηθήσουν να αντιληφθεί τις δικές του δυνατότητες. Να δείχνουμε σεβασμό στην κρίση και τη γνώμη του. Άλλωστε, είναι αναμενόμενο ο έφηβος, με την ορμή που τον διακατέχει για σύγκρουση με την αυθεντία, να αντιδράσει στις συμβουλές των γονιών του, ειδικά αν κατακλύζεται διαρκώς απ’ αυτές.
Να επαινείται, να επιβραβεύεται για καθετί που επιτυγχάνει ή προσπαθεί να διεκπεραιώσει, ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Να φωτίζουμε τις θετικές πλευρές του εαυτού του και να μην εστιάζουμε μόνο στα λάθη και τις αδυναμίες. Χρειάζεται ν’ αποφεύγονται οι συγκρίσεις του εφήβου, είτε με τ’ αδέλφια του, είτε με άλλους συνομηλίκους, ως προς τη συμπεριφορά, τις επιλογές, την επίδοση. Μια τέτοια στάση, είναι πιθανό να επιφέρει δυσάρεστα συναισθήματα και να συντελέσει σε μια κακή για τον εαυτό του εικόνα.
Χρειάζεται επιπλέον προσοχή από τους γονείς εφήβων με κάποια ιδιαιτερότητα, όπως για παράδειγμα είναι η ύπαρξη μαθησιακών δυσκολιών, καθώς σ’ αυτή την περίπτωση, ο έφηβος ήδη επιβαρύνεται συναισθηματικά λόγω των δυσκολιών που αντιμετωπίζει και έχει ανάγκη ιδιαίτερης στήριξης, επιβράβευσης και ενθάρρυνσης.
Ο έφηβος που αισθάνεται ότι αξίζει, είναι αγαπητός, ότι μπορεί να τα καταφέρει, έχει περισσότερες πιθανότητες να κάνει επιτυχημένες επιλογές στη μετέπειτα πορεία του, σε επαγγελματικό, προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο. Το να τον βοηθήσουμε ν’ αγαπήσει τον εαυτό του αποτελεί ένα πολύ σημαντικό εφόδιο για τις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει τώρα και στο μέλλον.