Γράφει στο efiveia.gr η Ψυχολόγος – Παιδοψυχολόγος Αθανασία Κουτσούκου
Η εφηβεία μπορεί να είναι από 12 έως 18 ετών περίπου, αλλά πολλές φορές έρχεται χωρίς να προειδοποιεί. Δεν αρχίζει για όλους την ίδια χρονική στιγμή. Έτσι το ένα βράδυ ο γονιός μπορεί να συμβουλεύει το 13χρονο παιδί του και την επόμενη ημέρα ο ίδιος 13χρονος έφηβος να επαναστατεί και να αντιστέκεται. Και δεν υπάρχει κανένας ανιχνευτής του πόσο βαθιά βρίσκεσαι στην εφηβεία ή πόσο δύσκολα την περνάς… Γι αυτό ακριβώς οι γονείς δεν μπορούν από τη μια στιγμή στην άλλη να αλλάζουν την συμπεριφορά τους και τον τρόπο που μιλούν στο παιδί τους, κρατώντας ένα εγχειρίδιο στο χέρι το οποίο ακολουθούν σαν ευαγγέλιο. Δεν γίνεται από τη μία πλευρά να συμβουλεύουν, να μαλώνουν και να υποδεικνύουν σωστές συμπεριφορές σε ένα παιδί και από την άλλη σε έναν έφηβο να φοβούνται να μιλήσουν ή ακόμη χειρότερα να θυμώνουν με την αντιδραστικότητά του και να προσπαθούν να του επιβάλλουν πάση θυσία τις απόψεις τους.
Πώς λοιπόν θα μπορέσουν και οι γονείς να ακουστούν στην εφηβεία;
Πως θα μπορέσουν να συμβουλεύσουν;
Η απάντηση είναι πολύ απλή: Στην εφηβεία δεν συμβουλεύουμε!!!
Αν περιμένουμε να πάρουμε τον έφηβο από το χέρι, να κάτσουμε σε ένα τραπέζι, να του πούμε αυτό που θέλουμε και να περιμένουμε να το κάνει… τότε είμαστε βαθιά νυχτωμένοι…
Ο έφηβος δεν περιμένει από εμάς πλέον να του υποδείξουμε τι να κάνει, δεν περιμένει να του επισημάνουμε τα λάθη του και να του δείξουμε πόσο πιο σοφοί είμαστε εμείς… Δεν μπορεί να ακούσει για πολλοστή φορά την ατάκα «κι αυτά στα λέω, γιατί έχω πιο πολύ εμπειρία…».
Τι όμως περιμένει ο έφηβος από τους γονείς του;
Ο έφηβος θέλει να ακούσει από εμάς μόνο την φράση «Σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη, είμαι σίγουρος πως εσύ ξέρεις τι θα κάνεις.»
Μόνον τότε θα καταλάβει πως τον παίρνουμε στα σοβαρά, πως ο λόγος του ακούγεται και δεν είναι κατακριτέα κάθε του επιλογή. Και μόνον τότε θα χαλαρώσει απέναντί μας και ίσως πια νιώσει πως θα ήθελε να ακούσει και την γνώμη μας για ένα θέμα που τον απασχολεί.
Λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη μας ως γονείς λοιπόν, αυτή την ανάγκη του εφήβου από τη μία και τη μεγάλη δική μας ανάγκη να μπορέσουμε να ακουστούμε από την άλλη, μπορούμε να ακολουθήσουμε τον εξής δρόμο, που από ότι φαίνεται είναι μονόδρομος:
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να έχουμε στο νου μας είναι πως θα μιλήσουμε, μόνο όταν αυτό μας ζητηθεί. Εφόσον λοιπόν, εκείνος ζητήσει κάτι από εμάς και ξεκινώντας από τη βάση ότι δεν έχουμε τη λύση για όλα, απλά λέμε τη γνώμη μας. Αυτή είναι και η μόνη βάση που ο έφηβος θα μπορέσει να ανοίξει μια κουβέντα μαζί μας και να μας ακούσει προσεκτικά.
Θα ήταν πολύ φρόνιμο να μιλούσαμε στο παιδί μας χρησιμοποιώντας εκφράσεις όπως «δεν είμαι σίγουρος, αλλά πιστεύω πως…», «είναι πολύ δύσκολο αυτό που περνάς, πραγματικά κι εγώ θα προβληματιζόμουν πολύ…», «τί να σου πώ… νομίζεις πως τα ξέρω και όλα;;… ίσως όμως εδώ θα ταίριαζε αυτό που είχα ακούσει κάποτε να λέει κάποιος…..».
Υιοθετώντας μια τέτοια στάση και δείχνοντας στο παιδί μας πως δεν είμαστε οι μεγάλοι συμβουλάτορες, οι αυθεντίες που όλα μπορούμε να τα διαχειριστούμε, αλλά είμαστε άνθρωποι που έχουμε απλά το δικό μας σκεπτικό για τα πράγματα και τον τρόπο που κινούνται… τότε ίσως το παιδί μας θα δεχόταν να ακούσει αυτό που εμείς σε άλλη περίπτωση θα λέγαμε «συμβουλή».
Ας καταλάβουμε λοιπόν πως η σωστή ερώτηση δεν είναι «αν μπορούμε να συμβουλεύουμε το παιδί μας», αλλά «αν μπορούμε να ΣΥΖΗΤΑΜΕ με το παιδί μας!» .