Γράφει στο efiveia.gr η Ψυχολόγος – Παιδοψυχολόγος Αθανασία Κουτσούκου
Μια μεγάλη τάση των εφήβων, είναι εκείνη για κλείσιμο, ιδιωτικότητα και διατήρηση των πολύ σημαντικών μυστικών τους. Οι έφηβοι διαλαλούν πως δεν αντέχουν την πίεση, τον έλεγχο και τις πολλές ερωτήσεις. Κάθε ερώτηση των γονέων από το «πώς τα πέρασες στο σχολείο;» μέχρι και το «ποιοί θα είστε στην παρέα;»… είναι ικανή να πυροδοτήσει αντιδράσεις και να κάνει τον έφηβο να επιτεθεί.
Αυτή όμως η αντίσταση του εφήβου να μοιράζεται με το γονιό του πολύ απλά πράγματα, δημιουργεί μεγάλη ανασφάλεια στο γονέα για το τι άλλο μπορεί να του κρύβει. Ακόμη χειρότερα, χάνοντας την επικοινωνία ο γονιός με το παιδί του, φοβάται πως και να του συμβεί κάτι πολύ σοβαρό δε θα το μάθει ποτέ ή θα το μάθει όταν θα είναι ίσως πολύ αργά.
Όλα αυτά είναι αρκετά για να κάνουν το γονέα να χάσει τον ύπνο του. Να δημιουργεί σενάρια καταστροφής και να μην ξέρει πώς να συμπεριφερθεί.
Το πιο σημαντικό είναι να καταλάβει ο γονιός γιατί δεν θέλει το παιδί του να του μιλήσει. Τι είναι εκείνο που το έχει απομακρύνει από κοντά του.
Αυτό που απομακρύνει τους εφήβους από τους γονείς τους, είναι ότι ξαφνικά τους βλέπουν σαν «κατασκόπους» της ζωής τους. Πιστεύουν πως ο μόνο λόγος που οι γονείς ρωτάνε για κάτι, είναι είτε για να κρίνουν αν αυτό είναι σωστό ή για να έχουν τον έλεγχο. Κάτι τέτοιο φυσικά, το θεωρούν πολύ υποτιμητικό κι έτσι αντιστέκονται.
Εδώ λοιπόν, οι γονείς πρέπει να καταλάβουν πως αυτή είναι μια φυσιολογική τάση του εφήβου, δηλαδή το να αμφισβητεί τα κίνητρα του άλλου. Έτσι, θα πρέπει να προσπαθήσει να προσαρμοστεί μέσα σε αυτή του την καχυποψία, να ρωτάει ευθέως αυτό που θέλει να μάθει, χωρίς περιστροφές. Η μέθοδος «θα ψαρέψω τον έφηβο» δεν δουλεύει. Αν απασχολεί τον γονιό το αν το παιδί του κάνει συντροφιά με ένα συγκεκριμένο άτομο, θα πρέπει να ρωτήσει ευθέως και να είναι έτοιμος να δεχθεί και να σεβαστεί μια ειλικρινή απάντηση.
Ο έφηβος θα κάνει κάποιες επιλογές, για τις οποίες είναι ελεύθερος και ο γονιός πρέπει όντως να εμπιστευθεί τις ικανότητες του παιδιού του στη σωστή επιλογή και κρίση. Το πρόβλημα υπάρχει όταν πια παύω να εμπιστεύομαι τον έφηβο!!! Και αυτό είναι κάτι για το οποίο φταίνε και οι δύο και ίσως πολύ περισσότερο ο ίδιος ο γονιός.
Το να μη μου μιλάει το παιδί μου λοιπόν, είναι μια συμπεριφορά που κι εγώ ο ίδιος ως γονιός έχω δημιουργήσει.
Αυτή η απομάκρυνση δεν είναι γόνιμη και φυσικά υπάρχουν και οι περιπτώσεις που μπορεί να είναι καταστροφική. Τα πολύ αρνητικά αποτελέσματα του να μην υπάρχει καμία νησίδα επικοινωνίας του εφήβου με τον γονέα, είναι το απόλυτο κλείσιμο του εφήβου, σε βαθμό που παύει πια να μιλάει για οτιδήποτε τον απασχολεί, τον αγχώνει ή τον προβληματίζει. Το ότι δεν μιλάει ο έφηβος δεν σημαίνει πως έχει πάψει και να σκέφτεται ή ακόμη να ζει!!! Συνεχίζει να αναπτύσσει την προσωπικότητά του, να δημιουργεί σχέσεις με τους γύρω του, να χαίρεται, να απογοητεύεται ή ακόμη και να βρίσκεται σε αδιέξοδο.
Το πότε ο γονιός πρέπει να ανησυχήσει, δεν είναι όταν θα δει κάτι «ύποπτο», όπως ένα κλειδωμένο συρτάρι, σκισμένα ρούχα, μώλωπες στο παιδί του ή κάποια παραπάνω χρήματα στις τσέπες του. Τότε… ίσως να είναι αργά!!!
Ο γονιός πρέπει να αρχίσει να ανησυχεί από την πρώτη κιόλας στιγμή της ρωγμής στη σχέση του με το παιδί. Πρέπει να προβληματιστεί για το πώς θα ξαναφτιάξει ή θα δημιουργήσει μια νέα σχέση εμπιστοσύνης με το παιδί του!!!